Posted on / in Δημοσιεύσεις

Η σημασία της γνώσης της Αναλυτικής Γραφολογίας ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την άσκηση της Δικαστικής Γραφολογίας.

Ομιλία

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΛΛΗΝΔΡΑ
Επίτιμου Δικηγόρου, Διδάκτορος Ποινικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μονάχου
στην 1η Συνάντηση Ελλήνων και Ξένων Γραφολόγων που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στις 15/10/2004.

 

Ακούσαμε από δυο εξειδικευμένους Χαρακτηρολόγους – Αναλυτικούς Γραφολόγους  τόσο ωραίες σκέψεις,  οι οποίες ακριβώς θα μπορούσε να πει κανείς  ότι μας  δείχνουν  τι είναι η Αναλυτική Γραφολογία  και πόσο χρήσιμη θα μπορούσε να γίνει  στην άσκηση της Δικαστικής Γραφολογίας. Και λέω  «θα μπορούσε – και όχι  «είναι» – γιατί  εδώ στην  Ελλάδα  αργήσαμε πολύ  να ασχοληθούμε με το θέμα.

Θα σας πω μερικές σκέψεις μου ως δικαστικός γραφολόγος. Σπούδασα την γραφολογία στην Γερμανία  και όταν ήλθα το  1960 στη Ελλάδα, είδα ότι επικρατούσε μία εμπειρική άποψη στην άσκηση της Δικαστικής Γραφολογίας, όπου η έρευνα του Δικαστικού Γραφολόγου περιοριζόταν στην αναζήτηση και την διαπίστωση μορφολογικής ομοιότητας ή απόκλισης των γραφών. Φυσικά αυτή η γραφολογική έρευνα δεν μπορούσε να βοηθήσει στο έργο της Δικαιοσύνης.  Πέρασε αρκετός καιρός. Έχω ήδη την εμπειρία μιας τεσσαρακονταετίας, κατά την οποία άσκησα τη δικαστική γραφολογία, και σήμερα είμαι ευτυχής διότι πράγματι βλέπω ότι και στην Ελλάδα εισήχθη πλέον η σπουδή της Αναλυτικής Γραφολογίας. Και με την ίδρυση του Ελληνικού Ινστιτούτου Γραφολογίας, που οφείλεται στην παρούσα Πρόεδρο μας, την διεθνώς γνωστή γραφολόγο, υπάρχει η ελπίδα ότι πολλοί νέοι άνθρωποι θα θελήσουν να οικειοποιηθούν την επιστήμη αυτή, η οποία, όπως είναι γνωστό,  εδώ στην Ελλάδα δεν είναι ακόμα ανεπτυγμένη όπως σε άλλα κράτη.

Το θέμα το οποίο διάλεξα αφορά  τη Δικαστική Πραγματογνωμοσύνη ως ένα αποδεικτικό μέσον σε αστικές και ποινικές δίκες. Και από τον τίτλο του θέματος μου καταλαβαίνετε ότι βλέπω την γραφολογία ως μια βοηθό της Δικαιοσύνης. Καθώς ξέρετε, και οι μη νομικοί εξ υμών, ένα δικαστήριο για να φθάσει σε μια ορθή δικανική κρίση και να καταλήξει σε μια απόφαση, η οποία θα εγγίζει όσο είναι δυνατόν περισσότερο την αλήθεια, χρειάζεται τα λεγόμενα αποδεικτικά μέσα.  Σ΄ αυτά τα αποδεικτικά μέσα, τα γνωστά (τους μάρτυρες, τα έγγραφα, την αυτοψία) ανήκει και η πραγματογνωμοσύνη. Η πραγματογνωμοσύνη είναι ένα ειδικό αποδεικτικό μέσο, το οποίο όπως λέει η Δικονομία, αποτελεί μια προσφορά, μια βοήθεια για την ακριβή διάγνωση και κρίση επί ενός γεγονότος, για το οποίο χρειάζονται ειδικές γνώσεις.

Καλείται λοιπόν ένας πραγματογνώμονας, να πει την άποψη του επί ενός  θέματος, για το οποίο απάντηση μπορούν να δώσουν  μόνο οι έχοντες ειδικές γνώσεις. Ένας κλάδος, ένα τμήμα, αυτής της πραγματογνωμοσύνης, είναι η Γραφολογική Πραγματογνωμοσύνη.

Στην περίπτωση κατά την οποία αντικείμενο μιας δίκης  αστικής ή ποινικής είναι η πατρότητα ενός εγγράφου κειμένου ή μιας υπογραφής, δηλαδή αναζητείται ο γραφέας του κειμένου ή της υπογραφής ή και των δύο, ενός  εγγράφου, ή – κατά διαφορετική διατύπωση – όταν ζητείται η διάγνωση  της γνησιότητας ή της  πλαστότητας ενός εγγράφου κατά το κείμενο, την υπογραφή ή και τα δύο, στην περίπτωση αυτή, είτε το Δικαστήριο διατάσσει αυτεπαγγέλτως είτε οι διάδικοι (στην ποινική δίκη ο πολιτικός ενάγων και ο κατηγορούμενος), ζητούν την σύνταξη και κατάθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία θα δίνει απάντηση στο ερευνητέο θέμα.

Και το θέμα είναι: Aυτή η γραφολογική έρευνα από ποιούς μπορεί να διενεργηθεί και υπό ποιές προϋποθέσεις, ούτως ώστε η πραγματογνωμοσύνη να είναι πράγματι επιβοηθητικό στοιχείο για τη διάγνωση της αλήθειας όταν  αντικείμενο είναι ένα αμφισβητούμενο έγγραφο.

  • Η πρώτη προϋπόθεση,  ή οποία πρέπει να υπάρχει, είναι η επιστημονική κατάρτιση του ερευνητή δικαστικού γραφολόγου ως αναλυτικού γραφολόγου. Και εδώ ακριβώς συνδέεται η νομιμοποίηση μου  να μετάσχω και εγώ σε αυτή την συνάντηση, όπου κυρίως ομίλησαν αναλυτικοί γραφολόγοι – χαρακτηρολόγοι, δηλαδή επιστήμονες που ερευνούν τον γραφικό χαρακτήρα, ως ένα μέσο με το οποίο μπορείς να διαγνώσεις τον ανθρώπινο χαρακτήρα.

Και γιατί λέω ότι ο δικαστικός γραφολόγος, αυτός δηλαδή που συντάσσει την Γραφολογική Έκθεση, πρέπει να είναι αναλυτικός γραφολόγος – χαρακτηρολόγος ;  Επειδή μπορεί να εισχωρήσει στο βάθος της γραφής και επομένως να κάνει  ανάλυση της γραφής και του ερευνητέου εγγράφου και των συγκριτικών στοιχείων εις βάθος. Οπότε έχει τη δυνατότητα, σχεδόν χωρίς λάθος, να κάνει και διάγνωση για την γνησιότητα ή την πλαστότητα του εγγράφου ή να ανακαλύψει ποιός είναι ο γραφέας του. Εάν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, τότε γίνεται εμπειρική η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, με όλες τις βλαπτικές συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό το γεγονός. Ευτυχώς, τώρα πια και στην Ελλάδα υπάρχουν γραφολόγοι και δη νέοι και νέες επιστήμονες οι οποίοι, πριν αναλάβουν το έργο του δικαστικού γραφολόγου, σπούδασαν την Αναλυτική Γραφολογία, και άλλοι νεώτεροι που την σπουδάζουν ήδη και ενδιαφέρονται για την περαιτέρω άσκηση και κατάρτιση τους στην έρευνα που απαιτεί η Δικαστική Γραφολογία, ώστε να εξελιχθούν σε βοηθούς της Δικαιοσύνης.

Η Αναλυτική Γραφολογία μας βοηθάει να εισχωρήσουμε στο βάθος της γραφής και να μην περιοριστούμε στην εξωτερική της μορφή. Οι θεωρητικοί της Γραφολογίας όπως ο Αμερικάνος Hilton, ο Άγγλος Harisson, ο Γερμανός  Klages, εισεχώρησαν στο βάθος της γραφής και μπόρεσαν να διακρίνουν, εκτός από τους γενικούς χαρακτήρες, όπως είναι η μορφή, το σχήμα της κ.λπ., τους λεγόμενους χαρακτήρες δομής της γραφής, πώς δηλ. στο εσωτερικό της  δομείται η γραφή, και να αναζητήσουν επίσης τα καθαρώς προσωπικά στοιχεία τα οποία έχει κάθε γραφικός χαρακτήρας.

Είναι πια δεδομένο ότι ο γραφικός χαρακτήρας είναι ένα στοιχείο το οποίο δεν έχει αντίγραφο. Είναι μοναδικό για κάθε άνθρωπο. Ακριβώς δε επειδή δεν υπήρχε η γνώση της Αναλυτικής Γραφολογίας, πάρα πολλοί προγενέστεροι γραφολόγοι στην Ευρώπη,  προ πολλών δεκαετιών, περιορίζονταν σε μια εξωτερική σύγκριση της γραφής. Μνημειώδης σελίδα στην ιστορία της εμπειρικής γραφολογίας είχε γράψει ο Bertillon, ο οποίος είχε οριστεί για να εξετάσει μια επιστολή που απεδίδετο  στον Ντρέϋφους και «τα κατάφερε» με την μορφολογική μόνο σύγκριση της ελεγχόμενης γραφής και των δειγμάτων γνήσιας γραφής του Ντρέϋφους να αποφανθεί ότι η επιστολή ήταν γραμμένη από τον Ντρέϋφους. Αυτή η γνωμάτευση απετέλεσε μία μεγάλη «γκάφα», η οποία, ευτυχώς στο τέλος διαλευκάνθηκε και σώθηκε η υπόθεση.

Έχομε και εδώ στην Ελλάδα, μέχρι τα τελευταία χρόνια, κάποιες τέτοιες γκάφες.

΄Οταν λοιπόν ο δικαστικός γραφολόγος μπορεί να κάνει αυτήν την ανάλυση, τότε μπορεί πράγματι να αποφύγει δυο λάθη κλασσικά, στα οποία μπορούν να υποπέσουν οι εμπειρικοί  γραφολόγοι :

Μπορεί π.χ. ο εμπειρογνώμονας γραφολόγος να αποφανθεί για πλαστότητα ενός εγγράφου, γιατί κοίταξε μόνο την εξωτερική μορφή της γραφής και δεν έλαβε υπ΄όψη αυτά που σήμερα η Χαρακτηρολογία ερευνά, π.χ την εξέλιξη της γραφής με την πάροδο του χρόνου ή την αλλοίωσή της ή την μεταβολή της όταν παρεμβαίνει ένας παθολογικός παράγοντας, ή με την χρήση ναρκωτικών ουσιών ή άλλων φαρμάκων. Αυτά όλα του ήταν άγνωστα. Αρκεί γι’ αυτόν ότι το α,  που είναι στην υπό κρίση γραφή  στρογγυλό, είναι και στην δειγματική γραφή στρογγυλό, άρα είναι το ίδιο πρόσωπο που έγραψε το υπό κρίση έγγραφο και τα δειγματικά.

Το δεύτερο λάθος είναι  το αντίθετο :  Ένα πλαστό έγγραφο μπορεί να το θεωρήσει  γνήσιο, διότι ακριβώς  κάνει μόνο την μορφολογική σύγκριση, λησμονώντας ότι υπάρχει το στοιχείο της απομίμησης, το οποίο γίνεται πιο σοβαρό όταν ο πλαστογράφος  είναι  γραφίστας ή έχει μια ζωγραφική ικανότητα και μπορεί απομιμούμενος μια άλλη γραφή να την εγγίσει, ανάλογα με την ικανότητα του, τόσο, ώστε να  παραπλανηθεί ο εμπειρικός γραφολόγος ότι εδώ πρόκειται περί ενός γνησίου εγγράφου, ενώ είναι απλώς αποτέλεσμα μιας επιτυχημένης  απομίμησης.

Εδώ θα αναφερθώ στα  περίφημα ημερολόγια του Χίτλερ, τα οποία ένας Γερμανός γραφίστας αποπειράθηκε να κατασκευάσει.  Επρόκειτο για πέντε τόμους χειρογράφων τα οποία ισχυριζότανε ότι ήταν έγγραφα που γράφτηκαν με το χέρι του Χίτλερ. Εάν δε πράγματι ο ισχυρισμός του ήταν αληθής,  θα άλλαζε η Ευρωπαϊκή ιστορία, αφού θα δικαιωνόταν  ο Χίτλερ. Αυτός ο άνθρωπος τελικά καταδικάστηκε, διότι αποδείχθηκε  ότι είχε απομιμηθεί με αρκετή ικανότητα  τη γραφή του Χίτλερ, με τα λάθη όμως  που κάνει κάποιος ο οποίος  δεν είναι και χαρακτηρολόγος.

Καταλήγουμε λοιπόν πως η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι πρέπει ο γραφολόγος να γνωρίζει τη μελέτη της γραφής σε βάθος.

  • Η δεύτερη προϋπόθεση για μία αποτελεσματική πραγματογνωμοσύνη είναι αυτή που αφορά στα ελεγχόμενα έγγραφα.  Ο συγκριτικός γραφολόγος ερωτάται π.χ. αν μία ιδιόγραφη διαθήκη είναι γνήσια ή ερωτάται αν μια συναλλαγματική έχει υπογραφεί πράγματι από τον φερόμενο ως υπογραφέα της. Αυτό  για να το ερευνήσει ο γραφολόγος θα πρέπει, όπως ήδη ανέφερα, και να έχει τη δυνατότητα να εισχωρήσει στην υπό κρίση γραφή και στην δειγματική, αλλά και τα ελεγχόμενα έγγραφα να προσφέρονται για την έρευνα αυτή.

΄Ετσι λοιπόν καταλήγουμε ότι η δεύτερη προϋπόθεση που πρέπει να συντρέχει είναι ότι αφ’ ενός  το υπό κρίση έγγραφο πρέπει να εξετάζεται πάντοτε στο πρωτότυπο, ποτέ σε φωτοτυπία, το πολύ  σε μια καλή φωτογραφική απεικόνιση. Η φωτοτυπία είναι κακώς τρόπος αναπαραγωγής, ο οποίος δεν δείχνει ουσιώδεις  λεπτομέρειες. Τα δε συγκριτικά στοιχεία πρέπει να είναι πολλά, δηλαδή  επαρκή ποσοτικά, κατάλληλα ποιοτικά και συγχρόνως να είναι πλησιόχρονα προς το ελεγχόμενο έγγραφο.

Εάν συντρέχουν αυτές οι δύο προϋποθέσεις,  δηλαδή α) ο γραφολόγος να είναι επιστήμων και πράγματι να γνωρίζει την γραφολογία εις βάθος, και επομένως να μπορεί να αναλύει την ελεγχόμενη γραφή, και β) τα συγκριτικά στοιχεία τα οποία του δίδονται να είναι επαρκή ποσοτικώς και κατάλληλα ποιοτικώς, τότε μπορεί πράγματι να αχθεί σε μια πραγματογνωμοσύνη που θα βοηθήσει το Δικαστήριο να βρει την Αλήθεια και να αποδώσει το Δίκαιο.

Το ερώτημα όμως είναι εάν, όταν  ένας γραφολόγος  έχει αυτές τις προϋποθέσεις, είναι υποχρεωτικό για το Δικαστήριο να δεχθεί τη γνώμη του?

Κατά τη Δικονομία, όχι.  Ο Δικαστής έχει την λεγόμενη ελεύθερη εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων,  επομένως και της πραγματογνωμοσύνης. Αλλά, αν η Γραφολογική Πραγματογνωμοσύνη προέρχεται από έναν επιστήμονα προσεκτικό, με μεγάλη εμπειρία και έντιμο,  το τονίζω αυτό το τελευταίο, τότε πράγματι μπορεί να βοηθήσει το Δικαστήριο.

Εάν όμως υπάρχει και αντίθετη  γνώμη ;  Και είναι νοητό να υπάρχει, καλοπίστως  ή όχι, μια διαφορετική γνώμη, στην περίπτωση κατά την οποία ο οριζόμενος από διάδικο Τεχνικός Σύμβουλος διατυπώνει στην Γραφολογική του Έκθεση αντίθετη άποψη από αυτήν του Πραγματογνώμονα. Βασικά, το αν η αντίθεση μεταξύ δύο γνωμοδοτήσεων είναι καλόπιστη, θα μπορεί να το κρίνει το Δικαστήριο με την  δυνατότητα που έχει  να εξετάσει κατ’ αντιπαράσταση τους εκπροσώπους της μιας και της άλλης απόψεως και να ακούσει την ανάπτυξη των επιστημονικών τους παρατηρήσεων και των επ’ αυτών στηριζομένων απόψεων τους. Αυτή η διαδικασία θα πρέπει να καθιερωθεί με στόχο την ενίσχυση της τεκμηριωμένης Γραφολογικής Έκθεσης και την αναβάθμιση του ρόλου της κατά την λήψη των Δικαστικών Αποφάσεων.

Χωρίς να μπορώ να αποκλείσω το ανθρώπινο λάθος, έχω την πεποίθηση, ενισχυμένη και από την μακρόχρονη  εμπειρία  μου, ότι ο Δικαστικός Γραφολόγος, εάν κατά την έρευνα του διαθέτει  τις εκτεθείσες προϋποθέσεις και – πάνω από όλα – εάν δεν επηρεαστεί από συναισθηματισμούς ή κυρίως από δελεαστικές για την συνείδηση του προτάσεις κι δεν ενδώσει σ’  αυτές,  θα μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά στην ανεύρεση της Αληθείας και στην απονομή του Δικαίου.

Επιτρέψτε μου να πιστεύω ότι, επειδή ακριβώς ακολούθησα τους Δασκάλους μου και προσπάθησα η γραφολογική μου άποψη να είναι πάντα επιστημονικά αιτιολογημένη και μακριά από κάθε είδους σκοπιμότητα, στις υποθέσεις που χειρίστηκα βοήθησα την Δικαιοσύνη .